ημίρρευστος

ημίρρευστος
-η, -ο
σχεδόν ρευστός, παχύρρευστος, πυκνόρρευστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + ρευστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”